- ψηρός
- ψάρstarlingmasc gen sg (ionic)ψηρόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηρός — και ψαρός, ά, όν, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός» 2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν είδος ξηραντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τού επιθ. με την οικογένεια τού ψήω* «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη … Dictionary of Greek
ψηρόν — ψηρός masc acc sg ψηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηρῶν — ψάρ starling masc gen pl (ionic) ψηρός fem gen pl ψηρός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(σ)όψηρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡμίξηρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + ψηρός «ξηρός» (< ψήω «ψήχω»)] … Dictionary of Greek
ψαρ — ψαρός, ο / ψάρ, ΝΑ, και ιων. τ. ψήρ, ψηρός, Α το πουλί ψαρόνι νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους στρουθιόμορφων πτηνών στούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλα ονόματα πτηνών, οι τ. μπορεί να συνδέονται, αλλά… … Dictionary of Greek
ψαρός — (I) ή, ό / ψαρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ψαριά Ν [ψάρ] (κυρίως για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο τρίχωμα νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης 2. (στον Ερωτόκρ.) (για άλογο) ταχύς αρχ. 1. διάστικτος, κατάστικτος 2 … Dictionary of Greek
ψηροπυρίτας — Α (κατά τον Ησύχ.) «αὐτόπυρος ἄρτος οἱ δὲ πυριεφθής, οἱ δὲ κακός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηρός + πυρίτης (II) «σταρένιο ψωμί»] … Dictionary of Greek